εὐπάρθενε

εὐπάρθενε
εὐπάρθενος
famed for fair maidens
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευπάρθενος — εὐπάρθενος, ον (Α) 1. (για πόλη ή χώρα) αυτός που έχει ωραία κορίτσια, ωραίες παρθένους 2. ωραία κόρη («εὐπάρθενε Δίρκα», Ευρ.) 3. αγνή κόρη («Ἄρτεμι... εὐπάρθενε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρθενος (< παρθένος), πρβλ. αει πάρθενος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”